-
1 велокросс
велокросс, велопробег м η ποδηλατοδρομία, οι ποδηλατι κοί αγώνες* * *м = велопробегη ποδηλατοδρομία, οι ποδηλατικοί αγώνες -
2 гонка
гонка ж 1) (спешка) η βιασύνη, η φούρια 2) мн.: \гонкаи οι αγώνες, οι κούρσες автомобильные \гонкаи οι αυτοκινητοδρομίες, το ράλι велосипедные \гонкаи η ποδηλατοδρομία парусные \гонкаи οι ιστιοπλοίες ◇ \гонка вооружений το κυνήγι των εξοπλισμών* * *ж1) ( спешка) η βιασύνη, η φούρια2) мн.го́нки — οι αγώνες, οι κούρσες
автомоби́льные го́нки — οι αυτοκινητοδρομίες, το ράλι
велосипе́дные го́нки — η ποδηλατοδρομία
па́русные го́нки — οι ιστιοπλοίες
••го́нка вооруже́ний — το κυνήγι των εξοπλισμών
-
3 велокросс
вело||кросс, вело||пробегм. ἡ ποδηλατοδρομία, οἱ ποδηλατικοί ἀγῶνες. -
4 велопробег
вело||кросс, вело||пробегм. ἡ ποδηλατοδρομία, οἱ ποδηλατικοί ἀγῶνες. -
5 велосипедный
велосипед||ныйприл ποδηλατικός, τοῦ ποδηλάτου:\велосипедныйный спорт ἡ ποδηλασία, ἡ ποδηλατοδρομία, τό ποδηλατικό σπορ. -
6 велогонка
-и θ.ποδηλατοδρομία. -
7 велосипедный
επ.ποδηλατικός•-ая шина το λάστιχο του ποδηλάτου•
-ые гонки ποδηλατοδρομία.
-
8 гонка
-и θ.1. κυνηγητό, κυνήγι, -ημα•гонка вооружений το κυνήγι των εξοπλισμών.
|| δρόμος, τρέξιμο.2. βία, βιασύνη, σπουδή• ταχύτητα, γρηγοράδα.3. (αθλτ.) αγώνας δρόμουι, δρόμος•велосипедные -и ποδηλατοδρομία•
автомобильные -и αυτοκινητοδρομία•
гребные -и κωπηλατοδρομία•
парусные -и ιστιοδρομία.
4. τιμωρία, κατσάδα, κατσάδιασμα. -
9 спорт
-а α.αθλητισμός, σπορ, άθλημα•лыжный спорт χιονοδρομία•
велосипедный спорт ποδηλατοδρομία•
гребной спорт κωπηλασία•
парусный спорт ιστιοδρομία•
заниматься -ом ασχολούμαι με τον αθλητισμό•
водный спорт ναυταθλισμάς.
См. также в других словарях:
ποδηλατοδρομία — η, Ν αγώνας με ποδήλατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο + δρομία (< δρόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
ποδηλατοδρομία — η ποδηλασία, αγώνας με ποδήλατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek